- κεφαλιτοπαραμήκης
- κεφαλιτοπαραμήκης, ὁ (Α)φρ. «κεφαλιτοπαραμήκης λίθος» — επιμήκης οικοδομικός λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλίτης + παραμήκης «επιμήκης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek